συναλλακτής

συναλλακτής
και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ [συναλλάσσω]
ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συναλλακτής — mediator masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλακτῶν — συναλλακτής mediator masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλακτάς — συναλλακτά̱ς , συναλλακτής mediator masc acc pl συναλλακτά̱ς , συναλλακτής mediator masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναλλακτεύω — Μ [συναλλακτής] κάνω ανταλλακτικό εμπόριο …   Dictionary of Greek

  • συναλλακτούμαι — έομαι, Α [συναλλακτής] έχω συναλλαγές με κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”